-
1 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
2 тепло
η θερμότητα, η ζέστη, η ζεστασιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тепло
-
3 отводить
1. (удалять) αποβάλλω, απαγάγω, εξάγω- дым газы и т.п - τον καπνό, τα αέρια κ.λπ2. (выделять, предоставлять) εκχωρώ, κατανέμω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отводить
-
4 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
5 излучать
ρ.δ.μ. ακτινοβολώ. || εκπέμπω, αναδίδω διαχέω•солнце -ет тепло οίήλιος εκπέμπει θερμότητα.
|| μτφ. έχω περιχαρή όψηеё глаза -ли тихую радость τα μάτια της έλαμπαν από σιωπηλή χαρά.
ακτινοβολούμαι. || εκπέμπομαι, αναδίδομαι λάμπω. || μτφ. έχω περιχαρή όψη•из его глаз -лась доброта τα μάτια του έλαμπαν από καλοσύνη (ή σκορπούσαν) καλοσύνη.